- σκευρώνω
- και σκεβρώνω Ν1. κάνω κάτι στραβό, κυρτό, προκαλώ λύγισμα σε κάτι2. συντελώ στο να γίνει κάποιος καμπούρης, κυρτός, κάνω κάποιον καμπούρη («τόν σκέβρωσαν τα γηρατειά»)3. (αμτβ.) α) γίνομαι στραβός, κυρτός, στραβώνωβ) (για ξύλα) γίνομαι στρεβλός εξαιτίας τής υγρασίας ή τής ξηρασίας («σκεύρωσαν τα παράθυρα με τις βροχές»)γ) (για ανθρώπους και ζώα) κυρτώνομαι εξαιτίας αρρώστιας ή γηρατειών, καμπουριάζω («θαρρείς όπου αναπαύοντας τη σκευρωμένη ράχη λαλήματ' άλλα καρτερεί», Μαρκοράς).[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. σκευρώνω προέρχεται από τον τ. σκευρίον «χρηματοκιβώτιο» (< σκευάριον), ενώ, κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από το επίθ. σκεβρός (< σκαιός, μέσω ενός τ. σκαιβός, πρβλ. λατ. scaevus), οπότε η ορθή γρφ. θα ήταν σκεβρώνω].
Dictionary of Greek. 2013.